παρηγορικός

παρηγορικός
παρηγορ-ικός, ή, όν,
A encouraging, consoling,

λόγοι Poll.3.100

.
II soothing,

βηχός Hp.Acut.53

, cf. Aph. 5.22 ;

κεφαλαλγίας Philonid.

ap. Ath. 15.676c ; π. φάρμακον, καταπλάσματα, Gal.12.268, 10.884, cf. 10.966 ([comp] Comp.). Adv. -κῶς by gentle means, Hp.Art.62 : [comp] Comp.

-ώτερον Gal.1.211

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρηγορικός — ή, ό / παρηγορικός, ή, όν, ΝΑ [παρήγορος] νεοελλ. 1. ιατρ. χαρακτηρισμός θεραπευτικής μεθόδου που αποβλέπει στην ανακούφιση τών συμπτωμάτων ενός ασθενούς, η κατάσταση τού οποίου δεν επιδέχεται αιτιολογική θεραπεία 2. φρ. «παρηγορικό ελιξίριο… …   Dictionary of Greek

  • παρηγορικά — παρηγορικός encouraging neut nom/voc/acc pl παρηγορικά̱ , παρηγορικός encouraging fem nom/voc/acc dual παρηγορικά̱ , παρηγορικός encouraging fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηγορικώτερον — παρηγορικός encouraging adverbial comp παρηγορικός encouraging masc acc comp sg παρηγορικός encouraging neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηγορικωτέρων — παρηγορικός encouraging fem gen comp pl παρηγορικός encouraging masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηγορικῶν — παρηγορικός encouraging fem gen pl παρηγορικός encouraging masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηγορικόν — παρηγορικός encouraging masc acc sg παρηγορικός encouraging neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηγορικώτατον — παρηγορικός encouraging masc acc superl sg παρηγορικός encouraging neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηγορικαί — παρηγορικός encouraging fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηγορικοῖς — παρηγορικός encouraging masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηγορικοί — παρηγορικός encouraging masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηγορικοῦ — παρηγορικός encouraging masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”