παρηγορικός — ή, ό / παρηγορικός, ή, όν, ΝΑ [παρήγορος] νεοελλ. 1. ιατρ. χαρακτηρισμός θεραπευτικής μεθόδου που αποβλέπει στην ανακούφιση τών συμπτωμάτων ενός ασθενούς, η κατάσταση τού οποίου δεν επιδέχεται αιτιολογική θεραπεία 2. φρ. «παρηγορικό ελιξίριο… … Dictionary of Greek
παρηγορικά — παρηγορικός encouraging neut nom/voc/acc pl παρηγορικά̱ , παρηγορικός encouraging fem nom/voc/acc dual παρηγορικά̱ , παρηγορικός encouraging fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηγορικώτερον — παρηγορικός encouraging adverbial comp παρηγορικός encouraging masc acc comp sg παρηγορικός encouraging neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηγορικωτέρων — παρηγορικός encouraging fem gen comp pl παρηγορικός encouraging masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηγορικῶν — παρηγορικός encouraging fem gen pl παρηγορικός encouraging masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηγορικόν — παρηγορικός encouraging masc acc sg παρηγορικός encouraging neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηγορικώτατον — παρηγορικός encouraging masc acc superl sg παρηγορικός encouraging neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηγορικαί — παρηγορικός encouraging fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηγορικοῖς — παρηγορικός encouraging masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηγορικοί — παρηγορικός encouraging masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηγορικοῦ — παρηγορικός encouraging masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)